εξαγορά — η 1. η πλήρης αγορά, η απόκτηση πλήρους κυριότητας με αγορά: Η εξαγορά των μετοχών της επιχείρησης. 2. η απελευθέρωση με καταβολή λύτρων: Εξαγορά αιχμαλώτων. 3. η απαλλαγή από κάποια υποχρέωση με τίμημα ή με αντάλλαγμα: Εξαγορά της ποινής. 4. η… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐξαγοράσας — ἐξαγορά̱σᾱς , ἐξαγοράζω fut part act fem acc pl (doric) ἐξαγορά̱σᾱς , ἐξαγοράζω fut part act fem gen sg (doric) ἐξαγοράσᾱς , ἐξαγοράζω aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαγοράσαι — ἐξαγορά̱σᾱͅ , ἐξαγοράζω fut part act fem dat sg (doric) ἐξαγοράζω aor inf act ἐξαγοράσαῑ , ἐξαγοράζω aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξαγορά — ξαγορά, η και εξαγορά, η 1. η πλήρης αγορά. 2. δωροδοκία: Εξαγορά συνειδήσεων. 3. καταβολή χρημάτων για την απελευθέρωση ή απολύτρωση, λύτρα, αντάλλαγμα: Ξαγορά των αιχμαλώτων. – Ξαγορά δούλων κτλ. 4. η απαλλαγή με χρήματα από κάποιο κακό:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αιχμάλωτος — Στην πρώτη της κυριολεκτική σημασία η λέξη σημαίνει αυτόν που τον συνέλαβαν με την αιχμή του δόρατος (αιχμή + αλωτός) και γενικότερα με τη χρήση βίας. Συνήθως, α. θεωρείται ο ένοπλος στρατιώτης του εχθρού που συλλαμβάνεται κατά τη διάρκεια… … Dictionary of Greek
Βουλπιώτης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Γεώργιος. Καταγόταν από τη Βούλπη των Αγράφων. Πήρε μέρος στον Αγώνα και έδρασε κυρίως στην Ευρυτανία. Το 1825 ονομάστηκε αντιστράτηγος. 2. Γιαννάκης. Συγγενής του προηγούμενου. Όταν κηρύχτηκε η Επανάσταση, ήταν… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Πρίαμος — Μυθικός βασιλιάς της Τροίας, γιος του Λαομέδοντα. Είχε πολλές γυναίκες και ευνοούμενες, μεταξύ των οποίων σημαντικότερη ήταν η Εκάβη. Ήταν πατέρας 50 παιδιών, τα ονόματα των οποίων αναφέρονται σχεδόν όλα από την παράδοση. Νέος ακόμα είδε την… … Dictionary of Greek
άλειμμα — το (Α ἄλειμμα) κάθε υλικό που χρησιμοποιείται για επάλειψη, η αλοιφή νεοελλ. 1. πράξη τού αλείφω, επάλειψη, επίχριση 2. το ζωικό ή φυτικό λίπος που χρησιμοποιείται στη μαγειρική ως αναπλήρωμα τού βουτύρου, πάχος, ξίγγι 3. το χοιρινό λίπος που… … Dictionary of Greek
άφεση — Το να αφήνει κανείς κάτι ελεύθερο. Επομένως ά. μπορεί να χαρακτηριστεί και η εκτίναξη, η εκκίνηση, η απαλλαγή και η συγχώρηση. Στους αρχαίους Έλληνες ά. έλεγαν το διαζύγιο, τον χωρισμό. Στη στρατιωτική ορολογία ά. είναι η απομάκρυνση από τη… … Dictionary of Greek